φουρκίζω

φουρκίζω
φουρκίζω, φούρκισα βλ. πίν. 33

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φουρκίζω — ΝΜ, και φουλκίζω Μ [φούρκα (Ι)] απαγχονίζω («κι ο κύρης τση σαν πίβουλη βάνει να μέ φουρκίσῃ», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. στερεώνω με φούρκα, με διχάλα («φουρκίζω τα κλαδιά τού δέντρου») 2. μτφ. εξοργίζω, πεισμώνω κάποιον («τόν φούρκισε με τα λόγια… …   Dictionary of Greek

  • φουρκίζω — φούρκισα, φουρκίστηκα, φουρκισμένος 1. στυλώνω (κλαδιά δέντρου) με διχαλωτή φούρκα, με διχαλωτό πάσσαλο: Φουρκίζουν τα κλαριά της μηλιάς. 2. κρεμώ στη φούρκα, απαγχονίζω: Κι ο κύρης τση σαν πιβουλή βάνει να με φουρκίσει (Ερωτόκριτος). 3. εξοργίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυμώνω — (ΑΜ θυμῶ, όω, Μ και θυμώνω) 1. (μτβ.) προκαλώ την οργή κάποιου, κάνω κάποιον να εξοργιστεί, τον εκνευρίζω, επισύρω την οργή του, τον φουρκίζω 2. (αμτβ.) (ενεργ. και μέσ. παθ.) θυμώνω, θυμώνομαι (νεοελλ. μσν.), θυμῶ, θυμοῡμαι (μσν. αρχ.)… …   Dictionary of Greek

  • φουλκίζω — Μ (δ. γρ < ρ.) βλ. φουρκίζω …   Dictionary of Greek

  • φουρκισιά — η, Ν φούρκισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουρκίζω + κατάλ. ιά (πρβλ. βρισ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • φουσκιάζω — (I) Μ δ. γρ < ρ. τού φουρκίζω. (II) Ν [φούσκα (Ι)] 1. (για καρπούς) σχηματίζω φούσκες, έχω κενά στο εσωτερικό 2. (για πρόσ.) έχω πλαδαρά εξογκώματα …   Dictionary of Greek

  • φούρκισμα — το, ΝΜ [φουρκίζω] κρέμασμα στη φούρκα, απαγχονισμός νεοελλ. μτφ. εξοργισμός, θυμός, φούρκα …   Dictionary of Greek

  • απαγχονίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, κρεμώ κάποιον με σκοινί από το λαιμό, φουρκίζω: Οι καταδικασμένοι πατριώτες απαγχονίστηκαν στην αυλή της φυλακής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσιγκλώ — τσίγκλησα, τσιγκλίστηκα, τσιγκλισμένος 1. μτβ., ερεθίζω ζώο με κεντρί, το κεντρίζω, το αγκυλώνω: Τσίγκλησε την αγελάδα και τον κλότσησε. 2. μτφ., ερεθίζω κάποιον με λόγια, τον πειράζω, τον φουρκίζω: Μη με τσιγκλάς, γιατί θα μαλώσουμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”